ικανοποίηση
Greek Monolingual
η (Μ ἱκανοποίησις) ικανοποιώ
νεοελλ.
1. επανόρθωση αδικίας, ζημιάς ή προσβολής που έγινε σε κάποιον
2. επανόρθωση αδικήματος με καταβολή χρηματικής αποζημίωσης από τον δράστη
3. δικαίωση, αναγνώριση κάποιου ο οποίος είχε κατακριθεί
4. χαρά, ευχαρίστηση από την εκπλήρωση πόθου, ελπίδας ή προσδοκίας
5. (για ερωτικές σχέσεις) ολοκλήρωση της συνουσίας με οργασμό
6. ανταμοιβή εργασίας ή κόπου, αποζημίωση, κέρδος
7. η ευχαρίστηση που συνοδεύει τη σύμφωνη με τις παρορμήσεις του ανθρώπου δράση ή την επίτευξη σκοπών
μσν.
εκκλ. (για κληρικό) αποκατάσταση, επάνοδος του κληρικού σε ιεροπρακτική ικανότητα μετά την εκπλήρωση ποινής για αδίκημα που διέπραξε.