ἱεροστάτης
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ,
A governor of the temple, LXX 1 Es.7.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροστάτης: ᾰ, ου, ὁ, ὁ ἐπιστάτης, ἐπιμελητὴς ἱερῶν ἔργων ἢ τοῦ ἱεροῦ, Ἑβδ. (Α΄, Ἔσδρ. Ζ΄, 2).
Greek Monolingual
ἱεροστάτης, ὁ (Α)
επιστάτης ιερών έργων ή επιμελητής του ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -στάτης (< ίστημι), πρβλ. επι-στάτης, χορο-στάτης].