ἰοβάπτης

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰοβάπτης Medium diacritics: ἰοβάπτης Low diacritics: ιοβάπτης Capitals: ΙΟΒΑΠΤΗΣ
Transliteration A: iobáptēs Transliteration B: iobaptēs Transliteration C: iovaptis Beta Code: i)oba/pths

English (LSJ)

[ῐ], ου, ὁ,

   A violet-dyer, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1255] ὁ, der Violetfärber.

Greek (Liddell-Scott)

ἰοβάπτης: -ου, ὁ, ὁ βαφεὺς ὅστις βάπτει μὲ χρῶμα τοῦ ἴου, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ἰοβάπτης, ὁ (Α)
βαφέας που χρησιμοποιούσε στη βαφή χρώμα ίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -βάπτης (< βάπτω), πρβλ. τριχο-βάπτης.