ἱππομύρμηξ

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἱππομύρμηξ Medium diacritics: ἱππομύρμηξ Low diacritics: ιππομύρμηξ Capitals: ΙΠΠΟΜΥΡΜΗΞ
Transliteration A: hippomýrmēx Transliteration B: hippomyrmēx Transliteration C: ippomyrmiks Beta Code: *(ippomu/rmhc

English (LSJ)

ηκος, ὁ,

   A horse-ant, dub. in Arist.HA606a5.    II pl., ant-cavalry, Luc.VH 1.12.

German (Pape)

[Seite 1260] ηκος, ὁ, Ameisenritter, Luc. Ver. hist. 1, 13; eine Art Ameisen, Arist. H. A. 8, 28.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππομύρμηξ: ὁ, μέγας μύρμηξ, «ἀλογομύρμηκας», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 3˙ ὁ Sundevall παραβάλλει τὸ εἶδος Formica Herculeana. ΙΙ. πληθ., ἱππικὸν ἐκ μυρμήκων, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 12˙ ἴδε ἱππογέρανοι.

French (Bailly abrégé)

ηκος (ὁ) :
cavalerie de fourmis.
Étymologie: ἵππος, μύρμηξ.

Greek Monolingual

ἱππομύρμηξ, -ηκος, ὁ (Α)
1. μεγάλο μυρμήγκι, αλογομύρμηγκας («ἐν Σικελίᾳ ίππομύρμηκες οὐκ εἰσίν», Αριστοτ.)
2. στον πληθ. ἱππομύρμηκες
ιππικό από μυρμήγκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + μύρμηξ.