καθηδύνω

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

[ῡ],

   A sweeten, αἱ μέλιτται κ. τὸ πόμα Max.Tyr.27.6; ζωμὸς καθηδυσμένος περιττῶς Ath.4.140a.    2 gratify, τινα Eun.VS p.458B.

German (Pape)

[Seite 1284] sehr süßen, würzen, ζωμὸς καθηδυσμένος Ath. IV, 140 a u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καθηδύνω: γλυκαίνω, ζωμὸς καθηδυσμένος περιττῶς Ἀθήν. 140Α· - εὐαρεστῶ, τινὰ Εὐνάπ. σ. 13· τὴν ὄσφρησιν Εὐμάθ. σ. 130 ἔκδ. Teuch.

Greek Monolingual

(AM καθηδύνω)
1. κάνω γλυκό κάτι, γλυκαίνω
2. προκαλώ τέρψη σε κάποιον, ευφραίνω, χαροποιώ, ευχαριστώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἡδύνω (< ἡδύς)].