καθάρεσις

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰθάρεσις Medium diacritics: καθάρεσις Low diacritics: καθάρεσις Capitals: ΚΑΘΑΡΕΣΙΣ
Transliteration A: katháresis Transliteration B: katharesis Transliteration C: katharesis Beta Code: kaqa/resis

English (LSJ)

εως, ἡ, perh. Dor. for

   A καθάρισις, στέγας IG4.1484.293 (Epid.).

Greek Monolingual

καθάρεσις, -ιος, ἡ (Α)
επιγρ. πιθ. δωρ. τ. αντί καθάρισις («στέγας καθαρέσιος» — του καθαρισμού της στέγης), αν δεν είναι εσφ. ανάγνωση αντί καθαίρεσις, γκρέμισμα, κατεδάφιση.