καθυπερηφανεύομαι

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414

German (Pape)

[Seite 1289] gegen Einen sich übermüthig betragen, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

καθυπερηφανεύομαι: γίνομαι καθ’ ὑπερβολὴν ὑπερήφανος, ὑβριστικός, Εὐστ. 561. 1, Ἡσύχ. ἐν λ. κατεπλατύνετο.

Greek Monolingual

καθυπερηφανεύομαι (Μ)
(επιτατ. του υπερηφανεύομαι) φέρομαι σε κάποιον περήφανα, αγέρωχα, αλαζονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) - + ὑπερηφανεύομαι < ὑπερήφανος.