κακοσκελής

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοσκελής Medium diacritics: κακοσκελής Low diacritics: κακοσκελής Capitals: ΚΑΚΟΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: kakoskelḗs Transliteration B: kakoskelēs Transliteration C: kakoskelis Beta Code: kakoskelh/s

English (LSJ)

ές,

   A with bad legs, ἵππος X.Mem.3.3.4.

German (Pape)

[Seite 1303] ές, mit schlechten, dünnen, schwachen Beinen, ἵπποι Xen. Mem. 3, 3, 4; Poll. 2, 193.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a des jambes mauvaises, faibles.
Étymologie: κακός, σκέλος.

Greek Monolingual

κακοσκελής, -ές (Α)
αυτός που έχει αδύνατα και άσχημα πόδια («κακοσκελὴς ἵππος», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ-σκελής, ταχυ-σκελής].