κακόξενος
ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul
English (LSJ)
Ion. κᾰκό-ξεινος, ον,
A unfortunate in guests, in Ep. Comp., οὔ τις σεῖο κακοξεινώτερος ἄλλος Od.20.376. II unfriendly to strangers, inhospitable, E.Alc.558 (v.l. for ἐχθρόξ-), AP7.699, Lyc.1286: Comp., Σκυθῶν -ώτεροι Jul.Ep.89b.
German (Pape)
[Seite 1301] unfreundlich gegen Fremde, ungastlich, Eur. Alc. 558 u. sp. D., wie Ep. ad. 396 (VII, 699), vom Meere. S. κακόξεινος.
Greek (Liddell-Scott)
κακόξενος: Ἰων. κακόξεινος, ον, ὁ δεχόμενος εἰς τὸν οἶκόν του ξένους ἀναξίους φιλοξενίας, «κακῶν ξένων ὑποδοχεὺς» (Σχόλ.), Τηλέμαχ’ οὔτις σεῖο κακοξεινώτερος ἄλλος Ὀδ. Υ. 376. ΙΙ. δυσμενὴς πρὸς τοὺς ξένους, ἄξενος, ἀφιλόξενος, Εὐρ. Ἄλκ. 558 (διάφ. γραφ. ἀντὶ ἐχθρόξενος), Ἀνθ. Π. 699, Λυκόφρ. 1286.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 inhospitalier;
2 malheureux en hôtes, qui a de méchants hôtes.
Étymologie: κακός, ξένος.
Greek Monolingual
κακόξενος, ιων. τ. κακόξεινος, -ον (Α)
1. αυτός που δέχεται στο σπίτι του ξένους ανάξιους για φιλοξενία («οὔ τις σεῑο κακοξεινώτερος άλλος», Ομ. Οδ.)
2. δυσμενής προς τους ξένους, αφιλόξενος («Σκυθῶν κακοξενώτεροι», Ιουλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ξενος (< ξένος), πρβλ. ιδιό-ξενος, φιλό-ξενος].