καλαμαύλης
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who plays on a reed-pipe, Ath.4.176d.
German (Pape)
[Seite 1306] ὁ, Rohrflötenbläser, Ath. IV, 176 d.
Greek Monolingual
καλαμαύλης, ὁ (Α)
αυτός που έπαιζε τον καλάμινο αυλό, τον κάλαμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -αύλης (< αὐλῶ < αὐλός), πρβλ. ιερ-αύλης, χορ-αύλης].