καλοαναθρεμμένος
From LSJ
τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ καλοαναθρεμμένος και καλοανατεθραμμένος, -η, -ον)
αυτός που έχει καλή ανατροφή, καλή αγωγή
νεοελλ.
ο ευγενικός στους τρόπους.