καλμάρω

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70

Greek Monolingual

1. κάνω κάποιον να ξαναβρεί την ψυχική του ηρεμία, καθησυχάζω, κατευνάζω («προσπάθησα να τον καλμάρω αλλά με τόσα νεύρα που είχε ήταν αδύνατο»)
2. ξαναβρίσκω την ψυχική μου ηρεμία, ησυχάζω («θα καλμάρει μόνος του σιγά σιγά»)
3. (για καιρική κατάσταση) γαληνεύω, κοπάζω
4. μεταπίπτω από μια βαριά κατάσταση σε ηπιότερη, βρίσκομαι σε ύφεση («καλμάρησε ο πυρετός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. calmare].