καλοτυχίζω

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)

Source

Greek Monolingual

καλοτυχίζω) καλότυχος
1. θεωρώ ή αποκαλώ κάποιον καλότυχο, ευτυχισμένο, μακαρίζω κάποιον
2. (για θεό) χαρίζω σε θνητό καλοτυχία, εφοδιάζω κάποιον με καλό ριζικό («δώσ' μου δύναμη, θεά, και καλοτύχισέ με», Παλαμ.).