καμηλοκόμος

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμηλοκόμος Medium diacritics: καμηλοκόμος Low diacritics: καμηλοκόμος Capitals: ΚΑΜΗΛΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: kamēlokómos Transliteration B: kamēlokomos Transliteration C: kamilokomos Beta Code: kamhloko/mos

English (LSJ)

ον,

   A keeping camels, Eust.ad D.P.954.

German (Pape)

[Seite 1316] Kameele wartend, Eust. D. Per. 954.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμηλοκόμος: -ον, ὁ τρέφων διατηρὼν καμήλους, καμηλοκόμοι καὶ οὗτοι Εὐστ. εἰς Διον. Π. 954.

Greek Monolingual

καμηλοκόμος, ὁ (Μ)
αυτός που τρέφει και περιποιείται καμήλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. ιππο-κόμος, νοσοκόμος.