εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
και καπνιά, η ο καπνός, η αιθάλη («άνοιξε τα παράθυρα γιατί είχε γεμίσει κάπνα το δωμάτιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνίζω, με υποχωρητικό σχηματισμό, πρβλ. άχνα < αχνίζω (II), λαχτάρα < λαχταρώ].