κάρβουνο
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
Greek Monolingual
το (Μ κάρβουνο[ν] και κάρβωνον)
1. άνθρακας, ξυλάνθρακας, ξυλοκάρβουνο
2. μτφ. ερωτικός πόθος, πάθος («και να γροικού κάρβουνο στσι καρδιές τως», Πανώρ.
νεοελλ.
1. κάθε είδος άνθρακα, γαιάνθρακας, λιγνίτης, λιθάνθρακας ή ξυλάνθρακας
2. (στη ζωγραφική) ειδικός άνθρακας σε σχήμα κονδυλιού που χρησιμοποιείται για σχεδιαγράφηση
3. μτφ. (για πρόσ.) επιζήμιος, επικίνδυνος («μην τον πλησιάζεις, γιατί είναι κάρβουνο»)
4. μτφ. έγνοια, βάσανο («καίγεσαι καθημερνό... και κάρβουνα σέ καίσι», Τζάν.)
5. φρ. α) «κάθομαι στα κάρβουνα» — είμαι υπερβολικά ανήσυχος, αδημονώ, ανησυχώ
β) «κάνει κάρβουνο»
(για ατμόπλοιο) ανθρακεύει, προμηθεύεται κάρβουνο για την κίνησή του
γ) «μέ καίνε κάρβουνα» — βασανίζομαι ψυχικά, υποφέρω, έχω βάσανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ελλ. κάρβων < λατ. carbo, -onis].