καρπώσιμος
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ον,
A yielding fruit, profitable, Hermipp.Hist.81.
German (Pape)
[Seite 1329] wovon man Frucht, Nutzen haben kann, nutzbar, τὰ καρπώσιμα, die Genüsse, Ath. XI, 478 a.
Greek (Liddell-Scott)
καρπώσιμος: -ον, παρέχων ἢ παράγων καρπούς, ὠφέλιμος, Ἀθήν. 478Α.
Greek Monolingual
καρπώσιμος, -ον κάρπωσις
1. αυτός που παρέχει ή παράγει καρπούς
2. προσοδοφόρος, αποδοτικός.