κατάκρας
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
Ion. κατ-άκρης,
A v. ἄκρα.
German (Pape)
[Seite 1356] ion. κατάκρης, d. i. κατ' ἄκρας, wie auch bei Hom. geschrieben wird u. auch in Prosa zu schreiben ist, s. die Beispiele unter ἄκρα, gänzlich, ganz u. gar, heftig, Soph. O. C. 1244, vgl. Ellendt Lex. h. v.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκρας: Ἰων. -άκρης, βελτίων ἡ διῃρημένη γραφὴ κατ’ ἄκρας· ἴδε ἄκρα. Ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου μετεχειρίσθησαν καὶ οἱ ἄλλοι ποιηταὶ καὶ πεζοί, μετὰ τῶν ῥημ. αἱρεῖν, πέρθειν, πυρὶ σμύχειν· καὶ ὁ Ρωμ. ποιητὴς alto a culmine·― «κατὰ κεφαλῆς, κατὰ κράτος. σφοδρῶς. καὶ αἰφνιδίως» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
adv.
de fond en comble.
Étymologie: κατά, ἄκρος.
Greek Monolingual
κατάκρας (Α, ιων. τ. κατάκρης)
επίρρ. από την κορυφή ώς τα θεμέλια, εξ ολοκλήρου, ολοσχερώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατ’ ἄκρας].