κατάμομφος
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
English (LSJ)
ον,
A liable to blame, inauspicious, A.Ag.145 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1364] dem Tadel unterworfen, tadelhaft, φάσματα Aesch. Ag. 143.
Greek (Liddell-Scott)
κατάμομφος: -ον, κατάμεμπτος, ἄξιος μομφῆς, δυσοίωνος, κατάμομφα φάσματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 145.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
blâmable ; fâcheux.
Étymologie: κατά, μέμφομαι.
Greek Monolingual
κατάμομφος, -ον (Α)
1. άξιος μομφής
2. δυσοίωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -μομφος (< μομφή < μέμφομαι), πρβλ. ά-μομφος, επί-μομφος].