καταπυγοσύνη

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπῡγοσύνη Medium diacritics: καταπυγοσύνη Low diacritics: καταπυγοσύνη Capitals: ΚΑΤΑΠΥΓΟΣΥΝΗ
Transliteration A: katapygosýnē Transliteration B: katapygosynē Transliteration C: katapygosyni Beta Code: katapugosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A unnatural lust, Cratin.53, Ar.Nu.1023 (anap.), Fr.130, Luc.Gall.32.

Greek (Liddell-Scott)

καταπῡγοσύνη: ἡ, κτηνώδης ὄρεξις, σαρκικὴ ἐπιθυμία παρὰ φύσιν, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισι» 4, Ἀριστοφ. Νεφ. 1023, Ἀποσπ. 180· κ. καὶ πασχητιασμὸς Λουκ. Ἐνύπν. 32.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
débauche infâme, sodomie.
Étymologie: καταπύγων.

Greek Monolingual

καταπυγοσύνη, ἡ (Α)
επιθυμία για παρά φύσιν ασέλγεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατάπυγος / καταπύγων + κατάλ. -οσύνη (πρβλ. δικαι-οσύνη, εθελημ-οσύνη)].