καταφίημι

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφίημι Medium diacritics: καταφίημι Low diacritics: καταφίημι Capitals: ΚΑΤΑΦΙΗΜΙ
Transliteration A: kataphíēmi Transliteration B: kataphiēmi Transliteration C: katafiimi Beta Code: katafi/hmi

English (LSJ)

   A let slip down, κατηφίει (impf.) τὸ δόρυ διὰ χειρός f.l. in Pl.La.184a; λέβητα (sc. εἰς θάλασσαν) Arist.Pr.960b32.

German (Pape)

[Seite 1389] (s. ἵημι), hinabgleiten lassen; κατηφίει τὸ δόρυ ἐκ τῆς χειρός, er ließ den Speer durch die Hand gleitend zu Boden fallen, Plat. Lach. 183 e; καταφέντες Arist. probl. 32, 5.

Greek (Liddell-Scott)

καταφίημι: ἀφίνω πρὸς τὰ κάτω, ἀφίνω νὰ πέσῃ, κατηφίει (παρατ.) τὸ δόρυ διὰ χειρὸς Πλάτ. Λάχ. 183Ε· τὸν λέβητα καταφέντες Ἀριστ. Προβλ. 32. 5.καταφῐλέω, φιλῶ γλυκά, τρυφερῶς, φιλεῖν δεῖ λέγειν τὸ κατὰ ψυχήν, καταφιλεῖν δὲ καὶ κῦσαι τὸ διὰ τοῦ στόματος Antiatt Bekk. 115. 22· οὐκ ἔχουσα ἡ Π. πῶς ἂν ἀσπάσαιτο αὐτὸν, κατεφίλησε τὸν δίφρον Ξεν. Κύρ. 6. 4, 10· κατεφίλουν χεῖρας καὶ πόδας τοῦ Κύρου πολλὰ δακρύοντες ἅμα χαρᾷ καὶ εὐφραινόμενοι αὐτόθι 7. 5, 32· τοὺς μὲν καλοὺς φιλεῖν τοὺς δὲ ἀγαθοὺς κ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 6, 33· περιβαλὼν κ. Πλουτ. Ἀλ. 67.

French (Bailly abrégé)

laisser aller de haut en bas, lancer de haut en bas, lâcher, laisser tomber.
Étymologie: κατά, ἀφίημι.

Greek Monolingual

καταφίημι (Α)
αφήνω προς τα κάτω, αφήνω κάτι να πέσει («κατηφίει τὸ δόρυ διὰ τῆς χειρός», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀφίημι «αφήνω»].