καταφάσκω
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
English (LSJ)
A = κατάφημι, Phld.Piet.123, Ph.1.104; περί τινος Gal. 10.37,al.; answer in the affirmative, ἐρώτησιν Id.7.526:—Pass., A.D. Synt.245.12.
Greek (Liddell-Scott)
καταφάσκω: κατάφημι, κ. καὶ ἐπινεύει λέγω Φίλων 1. 104· βαβαιῶ περί τινος, τί τινος Εὐσταθ. Πονημάτ. 50. 81, κτλ.· καὶ τὸ παθητ., οὐδὲ συγγραφεὺς καταφάσκεται εἰς μνησικακίαν ὁ αὐτ. ἐν. σ. 114, 68.
Greek Monolingual
(AM καταφάσκω)
λέγω «ναι», επιβεβαιώνω, συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω, απαντώ καταφατικά
μσν.-αρχ.
(φρ) «καταφάσκομαι εἰς...» — θεωρούμαι ως... («οὐδὲ συγγραφεύς, εἴ που μνήμας τοιαύτας ὑποκινεῑ, καταφάσκεται εἰς μνησίκακον», Ευστάθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φάσκω «λέγω»].