κατρακυλώ
From LSJ
Greek Monolingual
-άω
1. κυλιέμαι προς τα κάτω, κατέρχομαι γλιστρώντας ή με αλλεπάλληλες ανατροπές (α. «κατρακύλησε από τη σκάλα» β. «το αυτοκίνητο κατρακύλησε στον γκρεμό»)
2. (για νερό) χύνομαι
3. κάνω κάποιον να κυλήσει γρήγορα προς τα κάτω, μετακινώ κάποιον ή κάτι με κατρακύλημα
4. αναγκάζω κάποιον να υποστεί ραγδαία υλική ή ηθική πτώση
5. υφίσταμαι κατρακύλα, παθαίνω υλικό ή ηθικό ξεπεσμό («κατρακυλούν καθημερινά οι μετοχές της εταιρείας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατα-κυλώ, το οποίο με προληπτική ανάπτυξη -λ- έγινε κατλα- -κυλώ και με ανομοίωση έδωσε κατρα- -κυλώ].