κατρακυλώ

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

-άω
1. κυλιέμαι προς τα κάτω, κατέρχομαι γλιστρώντας ή με αλλεπάλληλες ανατροπές (α. «κατρακύλησε από τη σκάλα» β. «το αυτοκίνητο κατρακύλησε στον γκρεμό»)
2. (για νερό) χύνομαι
3. κάνω κάποιον να κυλήσει γρήγορα προς τα κάτω, μετακινώ κάποιον ή κάτι με κατρακύλημα
4. αναγκάζω κάποιον να υποστεί ραγδαία υλική ή ηθική πτώση
5. υφίσταμαι κατρακύλα, παθαίνω υλικό ή ηθικό ξεπεσμό («κατρακυλούν καθημερινά οι μετοχές της εταιρείας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατα-κυλώ, το οποίο με προληπτική ανάπτυξη -λ- έγινε κατλα- -κυλώ και με ανομοίωση έδωσε κατρα- -κυλώ].