κεραμοπλάστης

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμοπλάστης Medium diacritics: κεραμοπλάστης Low diacritics: κεραμοπλάστης Capitals: ΚΕΡΑΜΟΠΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: keramoplástēs Transliteration B: keramoplastēs Transliteration C: keramoplastis Beta Code: keramopla/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A potter, PLips.97 xxvi 10 (iv A.D.), PLond. 1821.234.

Greek (Liddell-Scott)

κεραμοπλάστης: ὁ, = κεραμεύς, Πάπυρ. Βερολ. 688, 7.

Greek Monolingual

κεραμοπλάστης, ὁ (Α)
κεραμέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + -πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. γλωσσο-πλάστης, μυθο-πλάστης.