κεναγγής

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεναγγής Medium diacritics: κεναγγής Low diacritics: κεναγγής Capitals: ΚΕΝΑΓΓΗΣ
Transliteration A: kenangḗs Transliteration B: kenangēs Transliteration C: kenaggis Beta Code: kenaggh/s

English (LSJ)

ές, (κενός, ἄγγος)

   A emptying the vessels of the body: hence, breeding famine, ἄπλοια A.Ag.188 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1416] ές, die Gefäße, den Magen leerend, aushungernd, ἀπλοίᾳ κεναγγεῖ Aesch. Ag. 181.

Greek (Liddell-Scott)

κεναγγής: -ές, (κενός, ἄγγος), ὁ κενῶν τὰ ἀγγεῖα σώματος, τὴν ἐν αὐτοῖς περιεχομένην τροφήν· ἐντεῦθεν ὁ παρασκευάζων λιμόν, ἄπλοια Αἰσχύλ. Ἀγ. 188.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui vide les vases ; qui produit la famine.
Étymologie: κενός, ἄγγος.

Greek Monolingual

κεναγγής, -ές (Α)
1. αυτός που αδειάζει από τα αγγεία του σώματος την τροφή η οποία περιέχεται σ' αυτά, επομένως αυτός που προετοιμάζει πείνα, λιμό («ἀπλοίᾳ κεναγγεῑ» — από την αδυναμία να ξεκινήσουν τα πλοία, η οποία τά άδειαζε από τις τροφές και προετοίμαζε λιμό, Αισχύλ.)
2. (δ. ερμ.) αυτός που αδειάζει τα αγγεία τών τροφίμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -αγγής (< ἄγγος «αγγείο»)].