κεραμευτής
From LSJ
τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?
German (Pape)
[Seite 1420] ὁ, dasselbe, erst Sp.; vgl. Lob. zu Phryn. 316.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾰμευτής: -οῦ, ὁ, = τῷ προηγ., Κύριλλ. κατὰ Ἰουλιαν. 4. σ. 120C.
Greek Monolingual
κεραμευτής, ὁ (Α) κεραμεύω
ο κεραμέας.