κερατουργός

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

εἰς ὁδόν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε → go not into the way of the Gentiles (Matthew 10:5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾱτουργός Medium diacritics: κερατουργός Low diacritics: κερατουργός Capitals: ΚΕΡΑΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: keratourgós Transliteration B: keratourgos Transliteration C: keratourgos Beta Code: keratourgo/s

English (LSJ)

όν,

   A = κεραοξόος, Sch.D Il.4.110, EM505.11.

German (Pape)

[Seite 1422] = κερατογλύφος, Schol. Il. 4, 110.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾱτουργός: -όν, (*ἔργω) = κερατοξόος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Δ. 110, Μέγ. Ἐτυμολ. 505. 11. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κερατουργός· ὁ ταῖς κιθάραις κέρατα ποιῶν».

Greek Monolingual

κερατουργός, -όν (Α)
κεραοξόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + -ουργός].