κερατία
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ἡ,
A = κερατωνία, Str.17.2.2, Plin.HN26.52. II κεράτια, τά, fruit of the carob-tree, Dsc.1.114, Ev.Luc.15.16, PLond.1.131*.7 (i A.D.), Gal.6.615.
German (Pape)
[Seite 1422] ἡ, = κερατέα, Strab. a. a. O.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
caroubier, arbre.
Étymologie: κέρας.
Greek Monolingual
(I)
και κερατία (ΑΜ κερατία) κέρας
η κερατέα, η χαρουπιά («πλεονάζει ὁ ἔβενος καὶ ἡ κερατία», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κερατιά < κερατία με καταβιβασμό τόνου και συνίζηση (πρβλ. καρδία - καρδιά). Ο τ. κερατία < κέρας, -τος + κατάλ. -ία].———————— (II)
η κερατάς
ενέργεια που αρμόζει σε κερατά, δόλια πράξη.