κηραμύντης
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ου, ὁ, ἀμύνω)
A averter of evil, epith. of Heracles, Lyc. 663.
German (Pape)
[Seite 1433] ὁ, Unglücksabwender, Lycophr. 663.
Greek (Liddell-Scott)
κηρᾰμύντης: -ου, ὁ, (ἀμύνω) ὁ ἀποτρέπων τὸ κακόν, Λυκόφρ. 663.
Greek Monolingual
κηραμύντης, ὁ (Α)
(επίθ. του Ηρακλή) αυτός που αποτρέπει το κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήρ (I) + αμύντης (< άμννω «υπερασπίζομαι»)].