κήδευμα

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κήδευμα Medium diacritics: κήδευμα Low diacritics: κήδευμα Capitals: ΚΗΔΕΥΜΑ
Transliteration A: kḗdeuma Transliteration B: kēdeuma Transliteration C: kidevma Beta Code: kh/deuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A connexion or alliance by marriage, E.Med.76, Pl.Lg.773b.    2poet. for κηδεστής, one who is so connected, S.OT 85, E.Or.477.

German (Pape)

[Seite 1429] τό, Verwandtschaft durch Heirath, Verschwägerung, Plat. Legg. VI, 773 b, wie Eur. Med. 75, παλαιὰ καινῶν λείπεται κηδευμάτων. – Poetisch = κηδεστής; ἄναξ, ἐμὸν κήδευμα Soph. O. R. 85; Eur. Or. 477.

Greek (Liddell-Scott)

κήδευμα: τό, συγγένεια δι’ ἐπιγαμίας, Λατιν. affinitas, Εὐρ. Μήδ. 76, Πλάτ. Νόμ. 773Β. 2) ποιητ. ἀντὶ τοῦ κηδεστής, ὁ οὕτω πως συγγενεύων, Σοφ. Ο. Τ. 85, Εὐρ. Ὀρ. 477.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 parenté par alliance, par mariage;
2 parent par mariage.
Étymologie: κηδεύω.

Greek Monolingual

κήδευμα, -εύματος, τὸ (Α) κηδεύω
1. συγγένεια εξ αγχιστείας, εξ επιγαμίας («τον δ' ἐναντίως πεφυκότα ἐπὶ τἀναντία χρὴ κηδεύματα πορεύεσθαι», Πλάτ.)
2. (ποιητ.) κηδεστήςἄναξ, ἐμὸν κήδευμα, παῑ Μενοικέως», Σοφ.).