κῆχος
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
English (LSJ)
(also κῆγχος Hsch., κηγχός A.D.Adv.184.9), only in phrase ποῖ κ.; which some Gramm. expl. by ποῖ γῆς;
A whither away? some by ποῖ δή; say whither? as, ποῖ κ.; Answ. εὐθὺς Σικελίας Ar.Fr. 656; ποῖ κ.; Answ. ἐγγὺς ἡμερῶν γε τεττάρων Pherecr.165.
German (Pape)
[Seite 1436] s. κῆγχος.
Greek (Liddell-Scott)
κῆχος: ἄγνωστόν τι μόριον (Ἰωνικὸν καθ’ ἃ λέγεται, Ἀπολλ. π. Ἐπιρρ. 596F) ἐν χρήσει ἐν τῇ φράσει ποῖ κῆχος,; ὅπερ Γραμμ. τινες ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ ποῖ γῆς; «γιὰ ποῦ;», ἕτεροι διὰ τοῦ ποῖ δή; quo tandem? ὡς, ποῖ κῆχος; ― Ἀπόκρ. εὐθὺ Σικελίας Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 527· ποῖ κῆχος; ― Ἀπόκρ. ἐγγὺς ἡμερῶν γε τεττάρων Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 33, ἔνθα ἴδε Meineke.
Greek Monolingual
κῆχος και κῆγχος ή κηγχός (Α)
(πάντοτε στη φρ.) «ποῑ κῆχος;» — σε ποιό τόπο; πού γης; για πού; (α. «ποῑ κῆχος;» - «εὐθύς Σικελίας», Αριστοφ.
β. «ποῑ κῆχος;» — «ἐγγύς ἡμερῶν γε τεσσάρων», Φερεκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].