κίρσιον
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
German (Pape)
[Seite 1442] τό, eine Distelart, die gegen die Krankheit κιρσός half, wie man meinte, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κίρσιον: τό, εἶδος σκολύμου («γαϊδουραγκάθου»), περὶ οὗ λέγεται ὅτι θεραπεύει τὸν κιρσόν, Διοσκ. 4. 119.
Greek Monolingual
το (Α κίρσιον)
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια σύνθετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιρσός. Το φυτό αυτό ονομάστηκε έτσι λόγω της χρήσεώς του στη θεραπεία τών κιρσών].