κλαγγηδόν

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλαγγηδόν Medium diacritics: κλαγγηδόν Low diacritics: κλαγγηδόν Capitals: ΚΛΑΓΓΗΔΟΝ
Transliteration A: klangēdón Transliteration B: klangēdon Transliteration C: klaggidon Beta Code: klagghdo/n

English (LSJ)

Adv.

   A with a clang, noise, din, Il.2.463:—also κλαγγ-όν, Babr.124.13, prob. in Id.135.3.

German (Pape)

[Seite 1444] mit Getön, mit Lärm, Il. 2, 463, wie Luc. Pisc. 42, von Gänsen u. ä.

Greek (Liddell-Scott)

κλαγγηδόν: Ἐπίρρ., μετὰ κλαγγῆς, θορύβου, βοῆς, Ἰλ. Β. 463· ― ὡσαύτως κλαγγόν, Βαβρ. παρὰ Σουΐδ., ἔνθα ὁ Ἰακώψιος (Ἀνθ. Π. 3, 149) διορθοῖ κλαγκτόν.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec un bruit aigu.
Étymologie: κλαγγή, -δον.

English (Autenrieth)

adv., with cries, Il. 2.463†.

Greek Monolingual

κλαγγηδόν (AM, Α και κλαγγόν)
επίρρ. με κλαγγή, με κρωγμό («ἔνθα καὶ ἔνθα ποιῶνται ἀγαλλόμενα πτερύγεσσιν, κλαγγηδόν προκαθιζόντων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαγγή + επιρρμ. κατάλ. -δόν, πρβλ. οκλα-δόν, πρηνη-δόν].