κλαγγηδόν
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
Adv.
A with a clang, noise, din, Il.2.463:—also κλαγγ-όν, Babr.124.13, prob. in Id.135.3.
German (Pape)
[Seite 1444] mit Getön, mit Lärm, Il. 2, 463, wie Luc. Pisc. 42, von Gänsen u. ä.
Greek (Liddell-Scott)
κλαγγηδόν: Ἐπίρρ., μετὰ κλαγγῆς, θορύβου, βοῆς, Ἰλ. Β. 463· ― ὡσαύτως κλαγγόν, Βαβρ. παρὰ Σουΐδ., ἔνθα ὁ Ἰακώψιος (Ἀνθ. Π. 3, 149) διορθοῖ κλαγκτόν.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec un bruit aigu.
Étymologie: κλαγγή, -δον.
English (Autenrieth)
adv., with cries, Il. 2.463†.
Greek Monolingual
κλαγγηδόν (AM, Α και κλαγγόν)
επίρρ. με κλαγγή, με κρωγμό («ἔνθα καὶ ἔνθα ποιῶνται ἀγαλλόμενα πτερύγεσσιν, κλαγγηδόν προκαθιζόντων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαγγή + επιρρμ. κατάλ. -δόν, πρβλ. οκλα-δόν, πρηνη-δόν].