κλέπιμος
From LSJ
Full diacritics: κλέπιμος | Medium diacritics: κλέπιμος | Low diacritics: κλέπιμος | Capitals: ΚΛΕΠΙΜΟΣ |
Transliteration A: klépimos | Transliteration B: klepimos | Transliteration C: klepimos | Beta Code: kle/pimos |
A = κλόπιμος, contraband, ἔλαιον PHib.1.59.7 (iii B.C.), prob. in PRev.Laws55.20 (iii B.C.).
κλέπιμος, -ον (Α)
πάπ. αυτός που προέρχεται από λαθρεμπόριο, που διέφυγε τη φορολογία («κλέπιμον ἔλαιον», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλόπιμος, κατ' επίδραση του κλέπτω.