κλυτοτέχνης
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
ου, ὁ,
A famous for his art, epith. of Hephaestus, Il.1.571, 18.143, Od.8.286.
German (Pape)
[Seite 1457] ὁ, durch schöne Werke berühmt, berühmter Künstler; Hephästus, Il. 1, 571 u. öfter; – Eust. 1148, 57 leitet davon auch das adj. κλυτοτεχνικός ab.
Greek (Liddell-Scott)
κλῠτοτέχνης: -ου, ὁ, ὁ περὶ τὴν χαλκευτικὴν τέχνην ἔνδοξος, ὡς τὸ κλυτοεργός, ἐπίθ. τοῦ Ἡφαίστου, Ἰλ. Α. 571., Σ. 143, Ὀδ. Θ. 286· ― οὕτω κλυτοτεχνικός, ή, όν· διὰ τὸ αὐτοῦ κλυτοτεχνικόν, διὰ τὴν ἐν τῇ τέχνῃ δόξαν αὐτοῦ, Εὐστ. 1148. 57.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
renommé pour son talent, fameux par son habileté.
Étymologie: κλυτός, τέχνη.
English (Autenrieth)
famous in art, renowned artificer, epithet of Hephaestus.
Greek Monolingual
κλυτοτέχνης, ο (Α)
διάσημος τεχνίτης («τοῖσιν δ' Ἥφαιστος κλυτοτέχνης ἦρχ' ἀγορεύειν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. γλωσσο-τέχνης, χειρο-τέχνης].