κοΐ
From LSJ
τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals
English (LSJ)
onomatop., to express the
A squeaking of young pigs, Ar.Ach. 780, cf. Hdn.Gr.1.505.
Greek (Liddell-Scott)
κοΐ: ὀνοματοπ., πρὸς ἔκφρασιν τῆς κραυγῆς τῶν χοιριδίων, «ποιὰ τῶν δελφακίων φωνὴ» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 780.
French (Bailly abrégé)
interj.
onomatopée pour imiter le couinement du porc.
Syn. γοῖ γοῖ.
Greek Monolingual
κοΐ (Α)
κωμική απομίμηση του γρυλλισμού ή της κραυγής μικρών χοίρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.].