κόλαβρος
From LSJ
Οὔτοι ποθ᾽ οὑχθρός, οὐδ᾽ ὅταν θάνῃ, φίλος → One’s enemy does not become one’s friend when they die
English (LSJ)
ὁ,
A a song to which the κολαβρισμός was danced, Ath.4.164e, Demetr. Sceps. ap. eund.15.697c. II young pig, Hsch., Suid.
German (Pape)
[Seite 1472] ὁ, ein Gesang, nach dem der Waffentanz κολαβρισμός getanzt wurde, Ath. XV, 697 b, vgl. IV, 164 e. – Nach Suid. das Ferkel. Vgl. μολοβρία.
Greek (Liddell-Scott)
κόλαβρος: ὁ, ᾆσμα πρὸς ὃ ἐχόρευον τὸν κολαβρισμόν, Ἀθήν. 164E, 697C. ΙΙ. «ὁ μικρὸς χοῖρος», Σουΐδ. ἐν λέξ. κολαβρισθείη.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
porcelet, animal.
Étymologie: t. thrace ou carien.
Greek Monolingual
κόλαβρος, ὁ (AM)
μικρός χοίρος, γουρουνάκι
αρχ.
άσμα που συνόδευε τον χορό του κολαβρισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο θρακικής ή καρικής προελεύσεως].