Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κορίανδρο

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab

Menander, Monostichoi, 362

Greek Monolingual

το (ΑM κορίανδρον)
βοτ.
1. γένος αγγειόσπερων δικότυλων φυτών της οικογένειας σκιαδοφόρα, με στίλβοντα φλοιό και λευκά άνθη, που καλλιεργούνται για τον καρπό τους, ο οποίος χρησιμοποιείται ως άρτυμα στη μαγειρική και την αλλαντοποιία, το δε ελαιώδες υγρό που εξάγεται από τους καρπούς του κοριάνδρου χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, τη ζαχαροπλαστική, την ποτοποιία και τη φαρμακευτική, κν. κόλιαντρο
2. ονομασία του σπέρματος ή του καρπού του φυτού αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορίαννο, κατά παρετυμολογική σύνδεση με το ανήρ, ανδρός].