κούτρα
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
Greek Monolingual
η
1. το μέτωπο, το κούτελο
2. συνεκδ. το κεφάλι
3. φρ. α) «ό,τι κατεβάσει η κούτρα μου» — ό,τι σκεφθώ, ό,τι μού κατέβει
β) «κατεβάζει η κούτρα του» — είναι έξυπνος
4. παροιμ. «αλί που το 'χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες» — τα φυσικά ελαττώματα δεν αποβάλλονται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scutra «δίσκος, πιάτο» — κατ' άλλους < κύτρα «χύτρα» (με τροπή του -υ- σε -ου-)
έχει διατυπωθεί, τέλος, και η άποψη κατά την οποία η λ. κούτρα < κούτα (με ανάπτυξη -ρ-) < κύτα < κύτος «κοίλωμα, κουτί»].