τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
-ή, -ό κοφτός1. αυτός που κόβει καλά, αιχμηρός, οξύς («κοφτερό ψαλίδι»)2. το ουδ. ως ουσ. το κοφτερόκαθετί που κόβει.