κρονόληρος
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
vieux radoteur.
Étymologie: Κρόνος, ληρέω.
Greek Monolingual
ό (AM κρονόληρος)
φλύαρος ή ξεμωραμένος γέρος («κρονόληρος καὶ σοροδαίμων ἐστί», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος μτφ. «ανόητος γέρος» + λῆρος «ανόητος»].