κρονόληρος

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
vieux radoteur.
Étymologie: Κρόνος, ληρέω.

Greek Monolingual

ό (AM κρονόληρος)
φλύαρος ή ξεμωραμένος γέροςκρονόληρος καὶ σοροδαίμων ἐστί», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος μτφ. «ανόητος γέρος» + λῆρος «ανόητος»].