κροκίζω
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
A to be like saffron, Dsc.2.179; ὀσμὴ -ουσα Plu.Them.8.
German (Pape)
[Seite 1511] dem Saffran gleichen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κροκίζω: (κρόκος) εἶμαι ὅμοιος πρὸς κρόκον, Διοσκ. 2. 210.
Greek Monolingual
κροκίζω (Α) κρόκος
μοιάζω με το φυτό κρόκος («και ὀσμὴν κροκίζουσαν ἀναδίδωσιν», Πλούτ.).