κρυφοβράζω

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

1. βράζω σιγανά, χωρίς να γίνεται αντιληπτός ο βρασμός
2. είμαι θυμωμένος ή βρίσκομαι σε ψυχικό αναβρασμό χωρίς να εκδηλώνω τα αισθήματά μου, καταπνίγω, συγκρατώ την αγανάκτησή μου.