κρυφοβράζω

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

1. βράζω σιγανά, χωρίς να γίνεται αντιληπτός ο βρασμός
2. είμαι θυμωμένος ή βρίσκομαι σε ψυχικό αναβρασμό χωρίς να εκδηλώνω τα αισθήματά μου, καταπνίγω, συγκρατώ την αγανάκτησή μου.