κτηνιατρικός
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Greek Monolingual
-ή, -ό κτηνίατρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κτηνίατρο ή στην επιστήμη του («κτηνιατρική υπηρεσία»)
2. το θηλ. ως ουσ. η κτηνιατρική
η επιστήμη που ασχολείται με την ανατομική, τη φυσιολογία, την παθολογία και τη θεραπευτική τών ζώων.