κτηνιατρικός

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25

Greek Monolingual

-ή, -ό κτηνίατρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κτηνίατρο ή στην επιστήμη του («κτηνιατρική υπηρεσία»)
2. το θηλ. ως ουσ. η κτηνιατρική
η επιστήμη που ασχολείται με την ανατομική, τη φυσιολογία, την παθολογία και τη θεραπευτική τών ζώων.