κυανίζω
From LSJ
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
English (LSJ)
= foreg., Dsc.1.1, Placit.3.5.12; of varicose veins, Gal.13.460.
German (Pape)
[Seite 1521] dasselbe, Diosc. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κυᾰνίζω: τῷ προηγ., Διοσκ. 1. 1.
French (Bailly abrégé)
être d’un bleu sombre.
Étymologie: κύανος.
Greek Monolingual
(AM κυανίζω) κύανος
1. αποκλίνω προς το κυανό χρώμα, φαίνομαι σκουρογάλαζος («τὸ κυανίζον τοῡ ἴου», Γρηγ. Νύσσ.)
2. πάσχω από κυάνωση («οἱ τοὺς ὀφθαλμοὺς νοσοῡντες... ἱματίων ῥάκη κυανιζόντων κατέχοντες», Ιωάνν. Χρύσ.).