κυμοπλήξ
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
ῆγος, ὁ, ἡ,
A = κυματοπλήξ, Hdn.Gr. 1.46.
German (Pape)
[Seite 1531] v. l. für κυματοπλήξ.
Greek (Liddell-Scott)
κῡμοπλήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, = κυματοπλήξ, Ἀρκάδ. 19. 6.
Greek Monolingual
κυμοπλήξ, -ῆγος (Α)
κυματοπλήξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + -πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. ακανθο-πλήξ, ηλιο-πλήξ].