κυνόπρηστις

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνόπρηστις Medium diacritics: κυνόπρηστις Low diacritics: κυνόπρηστις Capitals: ΚΥΝΟΠΡΗΣΤΙΣ
Transliteration A: kynóprēstis Transliteration B: kynoprēstis Transliteration C: kynopristis Beta Code: kuno/prhstis

English (LSJ)

(-πρῖστις cod.), ιδος, ἡ, (πρήθω) a venomous insect,

   A whose sting makes dogs swell up and die, Hsch.; cf. βούπρηστις.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνόπρηστις: -ιδος, ἡ, (πρήθω) ἰοβόλον τι ἔντομον οὗ τὸ δῆγμα οἰδαίνει καὶ φονεύει τοὺς κύνας, Ἡσύχ.· πρβλ. βούπρηστις.

Greek Monolingual

κυνόπρηστις ή κυνόπριστις, -ιδος, ἡ (Α)
δηλητηριώδες σκαθάρι του οποίου το δάγκωμα είναι θανατηφόρο για τα σκυλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -πρηστις (< θ. πρη- του πίμπρημι πρβλ. αόρ. πρή-σαι), πρβλ. ναύ-πρηστις].