κυρτότητα

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐστι σῴζειν οἰκίαν → Salvam domum praestare matrona est probae → Die brave Frau erhält, wie's ihre Pflicht, das Haus

Menander, Monostichoi, 84

Greek Monolingual

η (Α κυρτότης, -ητος) κυρτός
1. η ιδιότητα του κυρτού, κύρτωμα, καμπούριασμα («τὴν Πλάτωνος... κυρτότητα καὶ τὴν Ἀριστοτέλους τραυλότητα», Πλούτ.)
2. (για γραμμή) καμπυλότητα («ἡ τοῡ μείζοντος κύκλου περιφέρεια καὶ κυρτότης... γίνηται ἐλάττονος κύκλου», Αριστοτ.)
νεοελλ.
η κύρτωση προς τα επάνω, η ανακύρτωση
αρχ.
κάθε κυρτή επιφάνεια («ἀέρα ἐπιπολῆς τῇ κυρτότητι [τῆς σελήνης] ἐπικείμενον», Πλούτ.).