κυστίδιο
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
Greek Monolingual
το κύστη (Ι)]
1. μικρή κύστη, φουσκίτσα
2. (μυκητ.) μεγάλο στείρο ροπαλόμορφο κύτταρο που απαντά στο υμένιο τών βασιδιομυκήτων
3. ζωολ. θήκη ή εξωτερικός σκελετός καθενός από τα άτομα μιας αποικίας εξώπρωκτων βρυοζώων, αλλ. εξωκύστη
4. ανατ. ανατομικός σχηματισμός που έχει σχήμα μικρής κύστης (α. «εγκεφαλικά κυστίδια» β. «ελλειπτικό κυστίδιο» γ. «σφαιρικό κυστίδιο»).